Κυριακή, 19 Μαΐου 2024, 09:47:21

SOUTHERN ROCK ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ALLMAN BROTHERS BAND

ALLMAN

BROTHERS

BAND

 
 
 
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΓΙΝΑΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟΙ…
ΜΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ DUANE ALLMAN.
 
 
Ένα από τα πρώτα και θρυλικά Southern σχήματα, ο ήχος τους είναι Southern/ Country, Blues και Jazz μαζί. Με αγάπη σε αυτό που κάνουν και ξέρουν καλά να το πράττουν, να παίζουν καθαρό και αγνό Southern. Από τους Allman Brothers Band έχουν περάσει επίσης και φοβεροί κιθαρίστες όπως ο Les Dudek, ο Warren Hanes και ο Dickey Betts. Οι Allman Brothers Band, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή Νότια συγκροτήματα και είναι ευρέως γνωστοί για τα εκτεταμένα επί σκηνής jam sessions τους. Καθ' όλη την δεκαετία του 1970, ήταν ένα από τα πιο γνωστά Rock συγκροτήματα στην Αμερική και όχι μόνο. Αν και το σπάσιμο των ορίων στη μουσική τους, με το συνδυασμό μεταξύ του Southern της Country και του Blues, ήταν αυτό που άνοιξε επίσης το δρόμο και γι’ άλλα δημοφιλή Νότια σχήματα, συμπεριλαμβανομένων των Lynyrd Skynyrd, των Blackfoot, των Molly Hatchet, κλπ.
 

Είναι πάντως, παράδοξο και μάλλον λυπηρό το γεγονός ότι το θαυμάσιο αυτό group, ίσως ένα από τα καλύτερα που γέννησε ποτέ η μουσική παράδοση των Νοτίων Πολιτειών. Έγινε πασίγνωστο σαν ένα από τα λίγα υπ’ αριθμόν 1 live group των ΗΠΑ, λίγο μόνο μετά το θάνατο του ανθρώπου που αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα του. Η οργανωμένη διαφήμιση, εκμεταλλευόμενη αυτή τη φορά την τραγικότητα ενός θανάτου, απέδειξε πιο τρανταχτά από κάθε άλλη φορά την παντοδυναμία της. Όμως, οι Allman Brothers Band ήταν ένα ίσως από τα ελάχιστα μουσικά ονόματα που άξιζαν και με το παραπάνω τη δημοσιότητα που τους ακολούθησε μέχρι και το τέλος.
Το group ξεκίνησε από δύο αδέλφια, τους Duane και Gregg Allman, ήταν και οι δύο γεννημένοι στο Nashville του Tennessee., ο Duane στις 20 Νοεμβρίου του 1946 και ο Gregg στις 8 Δεκεμβρίου του 1948. Από μικροί στα 15 κιόλας χρόνια τους, άρχισαν να παίρνουν τα πρώτα τους μαθήματα στην κιθάρα, ακούγοντας ότι ραδιοφωνικό πρόγραμμα με Βlues υπήρχε και μπορούσαν να ξετρυπώσουν στο ράδιο τους. Σύντομα, αποφάσισαν να φτιάξουν το πρώτο τους συγκρότημα δημιουργώντας έτσι τους House Rockers το 1963, το συγκρότημα εξελίχθηκε ως  Allman Joys, η αρχή έγινε με μερικές εμφανίσεις στη Georgia, στη Florida και στην Alabama. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, τα δύο αδέλφια πήγαν στο Los Angeles, για να δοκιμάσουν και εκεί την τύχη τους και την τέχνη τους… εκεί δημιούργησαν τους Hour Glass, ένα studio group που στα 1967-68 ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν δύο δίσκους. Μετά ξαναγυρίζουν στις Νότιες Πολιτείες όπου και εντάχτηκαν στους 31st February, ενώ στη συνέχεια ενώνουν τις δυνάμεις τους με το σχήμα του Butch Trucks (1947-2017), αυτή ήταν μια σύντομη συνεργασία που καρποφόρησε και έδωσε στο φως το album “Duane And Gregg”.
Βρέθηκαν όμως και πάλι σε αδιέξοδο και αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους. Ο Gregg έφυγε για το Los Angeles, ενώ ο Duane πήγε στα “Fame Studios” στην περιοχή Muscle Shoals (Alabama). Εκεί έλαβε μέρος σε δεκάδες ηχογραφήσεις, συνοδεύοντας μερικά από τα διασημότερα ονόματα της Soul. Το όνομα του Duane, συνδέθηκε τότε με την Aretha Franklin, τον King Curtis και τον Wilson Picket και πολλούς άλλους ερμηνευτές και μουσικούς. Μερικά από τα διάσημα τραγούδια από εκείνη την εποχή, συγκεντρώθηκαν στα δύο δίπλα albums “Duane Allman – An Anthology” και “Duane Allman – An Anthology Vol.II”, που κυκλοφόρησαν μετά από τον θάνατο του, σαν αφιέρωμα στη μνήμη του.
Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες του να διακριθεί ηχογραφώντας ένα προσωπικό album, ο Duane δεν μπόρεσε να μπει σε κάποιον θετικό δρόμο παρά μόνο στις αρχές του 1969. Τότε, ήταν ένα αλησμόνητο βράδυ στο Jacksonville, όπου έπαιξε με τους Second Coming, ένα group που είχε στις τάξεις του τους Richard Betts (1943) και Berry Oakley (1948-1972). Ο ήχος που δημιουργήθηκε από εκείνο το group ήταν αυτό που ήθελε και αυτό που ακριβώς ήθελε και έχει στη σκέψη του ο Duane, επί πολλούς μήνες. Κατάλαβε πια, ότι είχε βρει ακριβώς αυτό που έψαχνε και αυτό που ζητούσε.
Ο Gregg ειδοποιήθηκε να γυρίσει άμεσα και γρήγορα από την California, έτσι οι πρώτοι Allman Brothers Band ήταν γεγονός. Έτσι λοιπόν, οι Allman Brothers Band ιδρύθηκαν οριστικά το Μάρτιο του 1969 από τους αδελφούς Duane και Gregg Allman, από τις στάχτες των Hour Glass και των Second Coming, μαζί με τους Betts, Oakley, Trucks και Jai Johanny Johanson (1944), έκαναν ένα από τα πιο γνωστά Νότια σχήματα. Το συγκρότημα περιόδευσε εκτενώς και τελειοποίησε τον ήχο του, έξω στο δρόμο πριν από τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους δίσκου. Ο Phil Walden, παλιός manager του Otis Redding και αργότερα ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Capricorn, εντυπωσιασμένος από τον ήχο και το ρεπερτόριο του συγκροτήματος, για λογαριασμό τους φρόντισε και τους εξασφάλισε δισκογραφικό συμβόλαιο με την Atlantic/Atco και με διανομή από την δική του εταιρεία την Capricorn. Στρώθηκαν στις πρόβες, που τους έφαγαν όλη την Άνοιξη του 1969, όταν αισθάνθηκαν έτοιμοι για την ηχογράφηση πήγαν στην New York, στα studio της Atlantic και με παραγωγό τον Adrian Barber, ηχογράφησαν τον Αύγουστο τον πρώτο τους δίσκο. Η ηχογράφηση έγινε με την εξής σύνθεση… Duane Allman (τραγούδι/ κιθάρα), Gregg Allman (τραγούδι/ Organ/ Piano), Dickey Betts (κιθάρα), Berry Oakley (μπάσο) και τους Jai Johanny Johanson/ Butch Trucks (τύμπανα).
Το ομότιτλο ντεμπούτο album τους κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1969 και ήταν ένα καθαρό Blues/ Southern Rock και κέρδισε αμέσως εξαιρετικές κριτικές από τον διεθνή τύπο. Ο ήχος τους και κυρίως τα διπλά τέλεια συνδικασμένα solo των δύο lead κιθαριστών, των Duane και Dickey προκάλεσαν το θαυμασμό του κοινού και σύντομα έγιναν το επίκεντρο ενδιαφέροντος του group. Ο τύπος άρχισε να μιλά μ’ ενθουσιασμό γι’ αυτό το μουσικό σχήμα, που συνδύαζε στον δυναμικό ήχο του το Rock, το Southern και το Country, κρατώντας συγχρόνως μια τόσο στενή σχέση με το Blues. Οι Allman Brothers ξεκίνησαν για την πρώτη τους Αμερικάνικη tour, που ακολουθήθηκε από μια δεύτερη, μια τρίτη μέχρι που γύρισαν ολόκληρη την Αμερική.
 
 
Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Duane εξακολούθησε την άλλη καριέρα του, σαν επαγγελματίας μουσικός των studio η οποία τελικά, αποδείχτηκε τόσο σημαντική για τη δημιουργία του μύθου των Allman Brothers, όσο και οι ηχογραφήσεις και οι εμφανίσεις του ιδίου του group. Την εποχή του τόσο βίαιου και απροσδόκητου θανάτου του, το όνομα του είχε συνδεθεί με μερικές ιστορικές ηχογραφήσεις, που του εξασφάλισαν διεθνή φήμη και απεριόριστη εκτίμηση μεταξύ των μουσικών κύκλων. Οι συνάδελφοι του, ο τύπος και το κοινό τον αναγνώριζαν σαν τον καλύτερο slide κιθαρίστα του πλανήτη.
Στο μεταξύ, το group άρχισε να δημιουργεί σοβαρές συζητήσεις για το δεύτερο του album. Το δεύτερο album “Idlewild South”, κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1970 και περιείχε περισσότερα ακουστικά στοιχεία, είχε επίσης μια σύνθεση του Gregg, το “Midnight Rider”, η οποία έτεινε να είναι ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια τους. Ηχογραφήθηκε στο Macon, στο Miami και στη New York με παραγωγό τον Tom Down για λογαριασμό της Atlantic, ήταν σαφώς πληρέστερο από το πρώτο και τους χάρισε ακόμη μεγαλύτερη φήμη.
Το δημιουργικό τους ζενίθ το group το άγγιξαν με το τρίτο τους album το live “At Fillmore East” σε παραγωγή του Tom Down, αυτό το album περιλαμβάνει αναμφίβολα τις καλύτερες live στιγμές του σχήματος. Συνδυάζοντας τώρα, το γεγονός ότι οι Allman Bros ήταν πολύ καλύτεροι σε ζωντανές ηχογραφήσεις παρά σε studio, με το εκπληκτικό σε γούστο και εκτέλεση ρεπερτόριο του live, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με το ωραιότερο από πάσης πλευράς album του group. Εδώ, φαντάζει η ανεπανάληπτη ικανότητα τους ν’ αποδίδουν το Blues (“Statesboro Blues”, “Stormy Monday”), μ’ έναν τρόπο εκπληκτικό σε δυναμισμό και προσωπικότητα. Μέχρι την κυκλοφορία του album οι Allman είχαν παίξει πέντε φορές ζωντανά στο Fillmore East και πάντοτε το κάθε κονσέρτο ήταν ένας θρίαμβος. Το διπλό live album, “At Fillmore East” ήταν μια σημαντική εξέλιξη για το σχήμα, κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1971, πούλησε αρκετά και έτσι οι Allman Brothers Band κέρδισαν για πρώτη φορά χρυσό δίσκο. Δυστυχώς όμως, το μεθύσι της επιτυχίας δεν έμελλε να κρατήσει και πολύ… μόνο λίγους μετά από την κυκλοφορία και ενώ οι Allman είχαν γίνει παγκόσμιο φαινόμενο, μια καταστροφή έπληξε το συγκρότημα, ο Duane πέθανε σε θανατηφόρο ατύχημα με την μοτοσυκλέτα του σ’ έναν εξοχικό δρόμο του Macon (Georgia), στις 29 Οκτωβρίου, ενώ ήταν μόνο 24 ετών… Όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος και φυσικά πολύ περισσότερο το ίδιο το group, θρηνεί τον Duane. Ο Duane όμως είχε προλάβει να χαρίσει στο χώρο της μουσικής (αλλά και σ’ εμάς), μερικά από τα τελειότερα solo σχήματα της ηλεκτρικής κιθάρας στην ιστορία του Rock.
Είχαν προλάβει να ηχογραφήσουν μόνον τρία τραγούδια για το επόμενο album τους. Το σκέφτηκαν πολύ, πριν αποφασίσουν να σφίξουν τις καρδιές τους και να συνεχίσουν, επικεφαλείς τώρα ήταν οι Gregg και Dickey. Υπήρχαν ήδη έτοιμα μερικά τραγούδια του Duane, υπήρχε και το “Mountain Jam” ένας ημίωρος αυτοσχεδιασμός που δεν είχε χωρέσει στο live, ηχογράφησαν και τρία καινούργια τραγούδια και το νέο album ήταν έτοιμο. Έτσι το σχήμα συνέχισε να δουλεύει για τον δίσκο χωρίς τον Duane, το “Eat A Peach” κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο του 1972 σε παραγωγή και πάλι από τον Tom Down, θα γίνει αμέσως κλασικό και ήταν το πρώτο που θα σπάσει το φράγμα για να μπει στο top10. Ο δίσκος θα πραγματοποιήσει μαζικές πωλήσεις στις ΗΠΑ, ενώ περιέχει ένα εκπληκτικό τραγούδι το πασίγνωστο hit-single “Melissa”.
 
 
Λίγο μετά την κυκλοφορία του album, ένα νέο μέλος προστίθεται στις τάξεις των Allman Bros, αυτός ήταν ο πιανίστας Chuck Leavell (1952) από τους Friends And Neighbours και Sundown, έτσι και πάλι το group ήταν εξαμελές. Κατά τη διάρκεια της καταγραφής του πέμπτου τους δίσκου “Brothers And Sisters”, άλλο ένα ατύχημα χτύπησε το στρατόπεδο το group, όταν ο Berry Oakley επίσης σκοτώθηκε σε ατύχημα με την μοτοσικλέτα του (11-Νοεμβρίου-1972), μόλις λίγα τετράγωνα από την περιοχή, όπου ο Duane έχασε τη ζωή του, ένα χρόνο πριν. Χρειάστηκε μεγάλη ψυχική προσπάθεια για να μπορέσουν να ξεπεράσουν κι αυτή τη συμφορά, τελικά κατάφεραν να τελειώσουν κι αυτό τον δίσκο. Ένα νέο μέλος ήρθε στην θέση του θανόντα, ο Lamar Williams (1949-1983). Το νέο album κυκλοφορεί τον Αύγουστο του 1973 σε παραγωγή Johnny Sandlin, όπου περιέχει την μεγαλύτερη επιτυχία τους μέχρι σήμερα, το hit-single “Ramblin’ Man” που πήρε τη θέση #2 στα charts και ένα ακόμη hit-single το “Jessica”, όπου εξακολουθούν να αποτελούν highlight ακόμη και σήμερα.
Πάντως μουσικά στα “Eat A Peach” και “Brothers And Sisters”, είχαν αρχίσει μια στροφή προς το Soft Rock, με πολλά στοιχεία Country, που οφειλόταν κυρίως στην αγάπη και τις γνώσεις του Dickey Betts πάνω στη μουσική αυτή. Μετά τον θάνατο του Duane και πολύ περισσότερο του Berry, ο Betts έπαιρνε όλο και πιο κεντρικό ρόλο στο group και αυτός είναι ο βασικός λόγος που κάθε τόσο και λιγάκι, το συγκρότημα δήλωνε ότι πρόκειται να διαλυθεί. Ο Beets βρέθηκε αντιμέτωπος με τον άλλο αρχηγό του group τον Gregg και είναι φανερό, αν κρίνουμε μέσα από τις μουσικές διαφορές τους, από τι μια οι Country συνθέσεις του Betts και από την άλλη οι Blues συνθέσεις του Gregg. Ότι οι μουσικές τους ιδέες και επομένως οι κατευθύνσεις τους δεν ήταν οι ίδιες και ούτε συνέπιπταν. Σαν να μην έφταναν οι όποιες μουσικές διαφορές τους, άρχισαν ν’ ασχολούνται και με δικά τους solo albums, που τους οδήγησαν μοιραία στην παραμέληση των Allman Brothers Band. Μετά το θάνατο του Duane, ο μικρότερος αδερφός του ο Gregg οδήγησε μόνος του το συγκρότημα, μέσα από θυελλώδεις καταστάσεις ηχογραφήσεων και live εμφανίσεων. Κλονισμένος όμως από τους θανάτους του αδελφού του, αλλά και του Oakley και ολοένα και πιο ανίκανος από την χρήση της ηρωίνης, της κοκαΐνης, αλλά και του οινοπνεύματος, ο Gregg παραχώρησε πολλά από τα καθήκοντα του στον Dickey Betts για την συγγραφή των τραγουδιών. Η ιστορία λέει πως οι ημέρες των Allman Brothers στα late 70’s ήταν πολύ και (όπως αποδείχθηκε) αρκετά θορυβώδης, με διάλυση του group, ανασυγκρότηση ξανά και πολύ δημόσιες διαμάχες των μελών, αλλά και με πολλά φάρμακα και αλκοόλ. Το γεγονός ότι ο Gregg ήταν πολύ δημοφιλής σε διάφορους εθισμούς, οι δημόσιες διαμάχες του με τον συνιδρυτή κιθαρίστα Dickey Betts, ήταν κάτω από πολύ σκληρή κριτική…
 
 
Έτσι λοιπόν, εκείνη την περίοδο ο πρώτος που θα κάνει solo album είναι ο Gregg, αρχικά κυκλοφορεί το “Laid Back” (1973), ενώ επίσης καταγράφει κι ένα live το “The Gregg Allman Tour” (1974). Ενώ, ο Betts τώρα, κυκλοφορεί στα 1974 το καθαρά Country album “Highway Call”. Έτσι μοιραία, το έτος 1974 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη ζωή των Allman Brothers, τα μέλη του συγκροτήματος συγκεντρώνεται σε διάφορες solo ηχογραφήσεις, ενώ ο Gregg έχει προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ που ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Μπορεί τα μέλη του group να κάνουν solo καριέρα ή να ηχογραφούν μαζί και σαν Allman Brothers Band, ποτέ όμως δεν θα έχουν τη φλόγα των πρώτων καλών γνήσιων ημερών.
Η τελευταία τους συνάντηση στο studio (πριν την πρώτη τους διάλυση), ήταν στο επόμενο studio album “Win, Lose Or Draw” (Αύγουστος 1975) σε παραγωγή John Sandlin, που ήταν ένα δυναμικό μεν πόνημα χωρίς όμως την προσωπικότητα και το συναίσθημα των μέχρι τότε δίσκων. Παρ’ όλα αυτά τους χάρισε την μεγαλύτερη τους επιτυχία, από πλευράς πωλήσεων, όμως η κατάσταση στο σχήμα είχε φτάσει πλέον στο απροχώρητο. Δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν μαζί, γιατί οι δυό τους διαφωνούσαν σχεδόν παντού και το πάγωμα που υπήρχε στις σχέσεις τους, πρόβαλε… έντονα σε κάθε live τους. Έπαιζαν μηχανικά άψυχα και η οργανική τους τελειότητα, καρπός της οκτάχρονης καριέρας τους και του αναντίρρητου επαγγελματισμού τους, δεν ξεγελούσε κανέναν, παρά μόνον τους αφελείς… το πνεύμα των Allman Brothers Band είχε πια χαθεί οριστικά.
Στα τέλη του 1976 η εταιρεία τους η Capricorn κυκλοφόρησε ένα ακόμη live album τους, το “Wipe Τhe Windows, Check Τhe Oil, Dollar Gas” (Νοέμβριος 1976), σε παραγωγή από το ίδιο το group. Ήταν διπλό κατ’ εικόνα και ομοίωση του “At Fillmore East” και προσπάθησε να επαναλάβει όχι το εμπορικό (αυτό το live πούλησε καλά), αλλά τον καλλιτεχνικό θρίαμβο του αξέχαστου εκείνου πρώτου live. Μάταιος κόπος, οι νέες εκτελέσεις των γνωστών εκείνων αριστουργημάτων, αν και τεχνικά άψογες δεν είχαν ουσιαστικά καμιά σχέση με τις παλιές. Οι Allman Bros δεν έδειχναν να είναι παρά μια ογκώδης καλοδουλεμένη μηχανή τραγουδιών.
Εδώ αφήνουμε τους Allman Brothers Band, μεταξύ μύθου και ανυπαρξίας, αποθέωσης και εκφυλισμού. Θα ήταν άδικο και λανθασμένο, αν αποδίδαμε το θρίαμβο τους απλώς και μόνον στη δημοτικότητα που τους χάρισαν τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας… Αυτά, το μόνο θετικό αποτέλεσμα που είχαν, ήταν να πείσουν τους παραγωγούς των εταιρειών ότι το συγκρότημα ήταν πια τόσο γνωστό και δημοφιλές, που θα άξιζε τον κόπο να δουν το φως της δημοσιότητας μερικές συλλογές από παλιότερα, ή ακυκλοφόρητα τραγούδια τους. Όπως άλλωστε γίνετε στις περισσότερες των περιπτώσεων, όταν ένα group δεν υφίσταται για διάφορους λόγους.
Έτσι από τα τέλη του 1975 ήθελαν πια να χωρίσουν, διαλύθηκαν λοιπόν, αρχικά το 1976 για δύο χρόνια, επανήλθαν για ένα studio album το 1979 και ξανά διαλύθηκαν πάλι στις αρχές της δεκαετίας του '80. Ενώ, από το 1989 και έπειτα συνεχίζουν να κυκλοφορούν σποραδικά studio και live δίσκους και να περιοδεύουν, μέχρι το 2014 όπου και σταμάτησαν οριστικά να υφίστανται ως μουσικό συγκρότημα.
Όμως η πραγματική αξία του group δεν αμφισβητείται ούτε και μπορεί ν’ αμφισβητηθεί νομίζω, από κανέναν. Ο τρόπος με τον οποίον απέδωσαν το Southern/ Blues Rock ήταν ανεπανάληπτος και το ίδιο ήταν και η ικανότητα να «ξεχνιούνται» πάνω στη σκηνή, επάνω σε ατελείωτα solo, που διαρκούσαν 20, 30 ή και 40 λεπτά της ώρας. Ας πούμε ότι, στο Fillmore East έπαιζαν παρασυρμένοι από τη δύναμη της μουσικής τους μέχρι τα χαράματα, ατελείωτα solo που δεν κούραζαν, δεν έχαναν το μουσικό ή το ατμοσφαιρικό χαρακτήρα και εφέ τους, αλλά δεν επαναλαμβάνονταν ούτε για μια στιγμή. Η δύναμη του ήχου τους, από τους πληρέστερους που εμφανίστηκαν ποτέ στο χώρο του Αμερικανικού Blues Rock. Αυτό σκιαγραφήθηκε με τον πλέον φαντασμαγορικό τρόπο, το αίσθημα αυτό πήγαζε από την κιθάρα του Duane Allman και από τις τραχιές τονικότητες της φωνής του Gregg Allman, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ο κόσμος του Rock νιώθει ότι δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ μπροστά σε παρόμοιο φαινόμενο εφευρετικότητας, δυναμισμού, ακρίβειας, συντονισμού, πάθους και λυρισμού.
Οι Allman Brothers Band, πρόσφεραν στην παραδοσιακή Αμερικάνικη Southern Rock μουσική το πολυτιμότερο δώρο που υπάρχει, την αυθεντική αναβίωση της και συγχρόνως τη δημιουργική, επαναστατική προσαρμογή της.
Τέλος, δυστυχώς και ο Gregg Allman έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, στις 27 Μαΐου του 2017, μετά από πολλά προβλήματα υγείας που είχε τα τελευταία χρόνια.
 
 

ALBUMS (1969-1976) ONE-BY ONE

Ας δούμε όμως τώρα, ένα προς ένα όλα τα album που έκαναν μέχρι το 1976 και την πρώτη τους διάλυση… Στις παρακάτω παρουσιάσεις των δίσκων, θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ιδέα για το πώς εξελίχθησαν καλλιτεχνικά οι Allman Brothers Band και ποιο είναι το μουσικό περιεχόμενο καθενός από τα επτά πρώτα τους album, studio και live. Επανεκτιμάμε λοιπόν, τη μουσική καριέρα τους ακούγοντας ξανά και ξανά τα albums τους σε βινύλιο, για την καλύτερη μέγιστη ηχητική απόδοση.
 
ALLMAN BROTHERS BAND (November 1969)
LINE-UP: Duane Allman – Vocals/ Guitar, Gregg Allman – Vocals/ Organ/ Piano, Richard Betts – Guitar, Berry Oakley – Bass, Jai Johanny Johanson – Drums and Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Don't Want You No More”, “It's Not My Cross To Bear”, “Black Hearted Woman”, “Trouble No More”.
SIDE II: “Every Hungry Woman”, “Dreams”, “Whipping Post”.
Σκληρό και παθιασμένο από την αρχή μέχρι το τέλος, το πρώτο LP των Allman Bros αφήνει να ξεσπάσει μια μανία ένας δημιουργικός δυναμισμός που έψαχνε επί χρόνια ολόκληρα να βρει διέξοδο. Ο ήχος τους, από τους πιο γεμάτους στο χώρο του Αμερικάνικου Rock των Νότιων πολειτίων, φαντάζει τραχύς και ακατέργαστος, σε σύγκριση με τις επόμενες δισκογραφικές δουλειές τους. Το σκληρό Blues Rock υπάρχει σε κάθε φράση της Gibson Les Paul του Duane και πολύ περισσότερο, σε κάθε απόχρωση της φωνής του Gregg. Με την εξαίρεση της οργανικής εισαγωγής “Don't Want You No More”, που οδηγεί χωρίς παύση στο ορθόδοξο Blues του Gregg το “It's Not My Cross To Bear” και του κλασικού Boogie Rock “Trouble No More”, όλα τα υπόλοιπα πέντε τραγούδια είναι γραμμένα από τον Gregg και σε αυτό το στοιχείο οφείλεται η μοναδική ομοιογένεια του LP. Το “Black Hearted Woman” και κυρίως το “Whipping Post” έθεσαν τις αισθητικές βάσεις για τις λαμπρότερες δημιουργικές στιγμές του group. Το “Whipping Post” παίρνει μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον θρίαμβο των Allman Bros στο Fillmore East μια ολοκληρωμένη μορφή, που στα ευρύτατα πλαίσια της, αφήνει χώρο για οποιαδήποτε προσωπική δημιουργική έκφραση. Είναι το τραγούδι (κλειδί) του δίσκου που σκιαγραφεί με τον πιο διακριτικό και συγχρόνως δυναμικό τρόπο τόσο τις παραδοσιακές ρίζες, όσο και την κατεύθυνση του group. Υπάρχουν και μερικά αρνητικά (θα έλεγα) σημεία, ένα από αυτά είναι η ερμηνεία του Gregg, τόσο σκληρή και βιασμένη, που αλλοιώνει κάπως το λυρισμό των τραγουδιών. Άλλο ένα θα το βρούμε στο “Dreams”, ένα αργό και το μόνον όχι και τόσο φορτισμένο κομμάτι του LP, που αποτελεί τον προάγγελο των οργανικών φαντασιών σαν το “In Memory Of Elizabeth Reed” ή το “Les Brers In A Minor”, που ακολούθησαν στα επόμενα βινύλια. Μόνο που το “Dreams”, χωρίς όμως να έχει σοβαρά συνθετικά ελαττώματα, ηχεί κάπως άτονο και δεν διαθέτει την ευελιξία και την ατμοσφαιρικότητα των μετέπειτα instrumental δημιουργιών του group. Πάντως, το αναμφισβήτητο πολύ καλό επίπεδο, η πρωτοποριακή δομή, καθιστούν το πρώτο LP των Allman Bros, έντονα πρωτοποριακό και εξόχως δυναμικό. Θεωρείται κλασικό και ως ένα από τα καλύτερα «πρώτα» album στην Southern Rock ιστορία και όχι μόνον.  
IDLEWILD SOUTH (September 1970)
LINE-UP: Duane Allman – Vocals/ Guitar, Gregg Allman – Vocals/ Organ/ Piano, Richard Betts – Guitar, Berry Oakley – Bass, Jai Johanny Johanson – Drums and Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Revival”, “Don't Keep Me Wonderin'”, “Midnight Rider”, “In Memory Of Elizabeth Reed”.
SIDE II: “Hoochie Coochie Man”, “Please Call Home”, “Leave My Blues At Home”.
Αντίθετα με το πρώτο LP, αλλά και χωρίς να το αφήνει πολλά χιλιόμετρα πίσω, το “Idelwild South” είναι κι αυτό ένα κομψοτέχνημα της μουσικής του Νότου. Ένα κλασικό βινύλιο, όπου η συμβολή του Betts με δύο συνθέσεις τραγουδιών (“Revival” και “In Memory Of Elizabeth Reed”), αποδεικνύετε θετική, μιας και τα δύο φαντάζουν σαν κάτι το τελείως καινούργιο για τους Allman Brothers Band. Το πρώτο είναι ένα σβέλτο ευχάριστο Rock με ακουστική κιθάρα και μια ιδιόρρυθμη Country απόχρωση, που το κάνει προσιτό σε κοινό ευρύτερο από το συνηθισμένο. Το “In Memory Of Elizabeth Reed” αποτελεί τη λυρικότερη στιγμή στην ιστορία του συγκροτήματος. Ξεκινά με μια ήσυχη, νωχελική εισαγωγή, περνά στο ίδιο τέμπο στο κύριο θέμα, μια οργανική μελωδία παιγμένη σε πρώτη-δεύτερη φωνή από τις Gibson Les Paul των Richard και Duane και εξελίσσεται ένα 7-λέπτο, ξέφρενο Jam των δύο κιθαριστών που κινούνται ταχύτατα, εναλλάσσονται, αλληλοσυμπληρώνονται, κοντράρονται χωρίς να ξεφεύγουν ούτε για μια στιγμή όμως, από την ονειρική ατμόσφαιρα του κομματιού, χωρίς να χάνουν ούτε για μια στροφή την μελωδική τους απόχρωση, εν τέλει ένα κλασικό κομμάτι. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το “Midnight Rider”, ένα θαυμάσιο Country/ Blues τραγούδι του Gregg, που πέρασε από το ρεπερτόριο πολλών σχημάτων, χωρίς όμως να τύχει ποτέ καλύτερης εκτέλεσης από αυτήν εδώ. Ο Gregg έχει συνθέσει τέσσερα τραγούδια στο album (τα δύο του Betts τα είδαμε ήδη) και τραγουδά και στα έξι. Το έβδομο τραγούδι είναι η ιστορική σύνθεση του Willie Dixon “Hoochie Coochie Man”, όπου ερμηνεύεται από τον Oakley και μαζί με το “Leave My Blues At Home” εκτελείται από το group μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τη μανία του πρώτου βινυλίου. Τέλος, ο Gregg μας παρουσιάζει ένα ακόμη αριστούργημα το “Please Call Home”, ένα συναισθηματικό τραγούδι που χωρίς να υιοθετεί τη δωδεκάμετρη αισθητική, σε φέρνει πιο κοντά στο Blues Rock ακόμη και από τους Μαύρους μουσικούς και είναι η ερμηνεία του Gregg που το πετυχαίνει αυτό. Παρόλα αυτά οι Allman Bros κράτησαν τον καλύτερο εαυτό τους για το επόμενο LP.
 
AΤ FΙLLMORE EAST (July 1971)
LINE-UP: Duane Allman – Vocals/ Guitar, Gregg Allman – Vocals/ Organ/ Piano, Richard Betts – Guitar, Berry Oakley – Bass, Jai Johanny Johanson – Drums and Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Statesboro Blues”, “Done Someday Wrong”, “Stormy Monday”.
SIDE II: “You Don’t Love Me”.
SIDE III: “Hat ‘Lanta”, “In Memory Of Elizabeth Reed”.
SIDE IV: “Whipping Post”.
Το αριστούργημα των Allman Bros, η αποθέωση της ταχύτητας του συντονισμού, της ευελιξίας, της ευρηματικότητας και το αποκορύφωμα της Αμερικάνικης Νότιας Rock αισθητικής. Δεν θα ήταν υπερβολικό (να λέγαμε), ότι το σχήμα αναβίωσε μέσα σ’ έναν βράδυ μέσα στο Fillmore East, η σκηνική η χημεία των Allman Brothers ήταν εδώ σε όλο της το μεγαλείο. Έδωσαν ζωή στην Αμερικάνικη παραδοσιακή Νότια μουσική και μάλιστα μ’ έναν μοναδικό τρόπο, χαρίζοντας στο κοινό τι δική τους δυναμική, προσωπική και σύγχρονη αντίληψη για το Southern/ Blues Rock. Η διπλή επίθεση από τις κιθάρες των Duane και Dickey είναι εκπληκτική, όπως και το στιβαρό μπάσο του Berry ενώ οι δύο drummers Jai και Butch είναι δυναμίτες πίσω από τα τύμπανα, ενώ τέλος ο  Gregg με την ισχυρή και μελωδική φωνή του γεμάτη Blues και η συνεισφορά του στα πλήκτρα, προσφέρει το κερασάκι στην τούρτα. Tο “At Fillmore East” παραμένει από τις μεγαλύτερες πωλήσεις του group ever, θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα live albums όλων των εποχών. Ηχογραφημένο στην αίθουσα Fillmore East, στην πόλη Νew Υork, την Παρασκευή 12 και το Σάββατο 13 Μαρτίου του 1971, στον ιστορικό αυτό Rock χώρο το συγκρότημα παίζει δυναμικό Southern Rock με ψυχή και τσαμπουκά και με πολλές επιρροές από Blues Rock και Jazz. Η παραγωγή συμπυκνώνει σε όλη την διάρκεια των τραγουδιών το μεγαλείο του group, ένα από τα πιο διάσημα ζωντανά albums που ηχογραφηθήκαν ποτέ στο Fillmore East και ένα από τα καλύτερα live που έχω ακούσει ποτέ, έτσι πρέπει να είναι μια ζωντανή παράσταση και έτσι να ακούγεται. Αυτό που βρίσκω αξιοσημείωτο σε αυτό το live, είναι ο αυτοσχεδιασμός που μερικά από τα κομμάτια κατέχουν, υπάρχουν τρία κομμάτια που ξεπερνούν τα δέκα λεπτά σε διάρκεια, η ικανότητα του συγκροτήματος πραγματικά λάμπει εδώ. Η μουσική ακόμα και στη πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια των τραγουδιών δεν κουράζει καθόλου τον σωστό Rock ακροατή. Το “Statesboro Blues” που ανοίγει το δίσκο είναι διασκευή του Blind Willie McTell, οι Allman Brothers κάνουν φανταστική δουλειά εδώ. Παρόλο που το συγκρότημα κάνει κι άλλη διασκευή σε τραγούδι του T. Bone Walker στο “Stormy Monday” οι επιδόσεις τους είναι μοναδικές, τα solo τόσο στην κιθάρα όσο και στο organ είναι υπέροχα, όπως υπέροχα είναι και τα φωνητικά του Gregg. Το “You Don’t Love Me” είναι εύκολα το αγαπημένο μου τραγούδι από αυτό το δίσκο, που περιλαμβάνει όλη την δεύτερη πλευρά του album, τα φωνητικά είναι ισχυρά, δυναμικά και τα solo της κιθάρας σε αυτό το τραγούδι είναι εκπληκτικά.
Η συγχώνευση του Blues και του Rock είναι υπέροχο στα δύο κομμάτια της τρίτης πλευράς, τα “In Memory Of Elizabeth Reed” και “Hat ‘Lanta” είναι κλασικά, τα συγχαρητήριά μου για το “Hat ‘Lanta” όπου το group πραγματικά απογειώνετε. Η αρχή είναι λίγο σθεναρή και λιγότερο εκφραστική αλλά στο δεύτερο μισό του τραγουδιού περιλαμβάνει μελωδικές κιθάρες ότι καλύτερο για την περίσταση.
Το “At Fillmore East” είναι ένα εκπληκτικά ισχυρό live και παρά την μικρή κριτική μου, είναι μία από τις καλύτερες ζωντανές εμφανίσεις των Allman Brothers. Αν σας αρέσει ο αυτοσχεδιασμός και τα solo, αυτό το live δεν θα σας απογοητεύσει, υπάρχουν πολλά solo κιθάρας και από τους δύο κιθαρίστες Dickey και Duanne, καθώς και solo στο organ από τον Gregg. Αυτό το διπλό βινύλιο είναι ο καταλύτης του πολυδιάστατου ήχου τους, που δεν στερεί καθόλου την εκφραστικότητα τους. Η συναισθηματική τους φόρμα παρασύρεται από τη δύναμη των τραγουδιών, σ’ έναν χείμαρρο εκθαμβωτικής τεχνικής, που κατόρθωσαν να υποτάξουν το αίσθημα στη λογική και να την κατευθύνουν σ’ ένα μαγευτικό ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα. Όλα τα όργανα, με πρώτη δύναμη την κιθάρα του Duane, ενώνονται μέσα σε μια απόλυτη εκφραστική ελευθερία, σ’ έναν συναρπαστικό ήχο-ρυθμικό κόσμο. Καμία από τις φωτογραφίες του live δεν ελήφθησαν στο Fillmore East, ο φωτογράφος Jim Marshall φωτογράφησε τους Allman Brothers κοντά στα κεντρικά γραφεία του σχήματος στο Macon, όπου το σχήμα είχε εγκατασταθεί από τη Florida κοντά στα γραφεία του manager τους Phil Walden. Κανονικά, μισούσαν να φωτογραφηθούν για το εξώφυλλο του “At Fillmore East”. Φυσικά, όλα αυτά είναι λόγια, το διπλό αυτό live μνημείο, (μερικούς μήνες πριν τον θάνατο του Duane), δεν περιγράφεται, απλά είναι μια εμπειρία που τη ζεις, από την αρχή μέχρι το τέλος.
 
EAT Α PEACH (February 1972)
LINE-UP: Duane Allman – Vocals/ Guitar, Gregg Allman – Vocals/ Organ/ Piano, Richard Betts – Guitar, Berry Oakley – Bass, Jai Johanny Johanson – Drums and Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Ain’t Wastin’ Time No More”, “Les Brers In A Minor”, “Melissa”.
SIDE II: “Mountain Jam (Theme From "First There Is A Mountain”)”.
SIDE III: “One Way Out”, “Trouble No More”, “Stand Back”, “Blue Sky”, “Little Martha”.
SIDE IV: “Mountain Jam Cont'd (Theme From “First There Is A Mountain”)”.
Μετά το “At Fillmore East”, μετά τον θάνατο του Duane, την εποχή ακριβώς που η φήμη τους έσπαγε τα όρια των ΗΠΑ, οι Allman Bros βρέθηκαν αφενός μεν χωρίς το κυριότερο μέλος τους, αφετέρου δε με την αναγκαιότητα να δώσουν στον κόσμο κάτι αντάξιο του μύθου που τους περιέβαλλε. Με το “Eat A Peach”, ένα μαζικό διπλό LP, τα κατάφεραν και με πολύ έξυπνο τρόπο… χρησιμοποιώντας τρεις ζωντανές ηχογραφήσεις από το “At Fillmore East” (που δεν είχαν μπει στο live album), αυτές ήταν τα εξής τραγούδια, το θαυμάσιο Blues Rock “One Way Out” του Sonny Boy Williamson σε μια φανταστική εκτέλεση. Τα άλλα δύο ήταν το εξίσου ζωντανό και καλοπαιγμένο “Trouble No More” από το πρώτο τους LP και το instrumental “Mountain Jam”, βασισμένο με μια οργανική απόδοση της παλιάς σύνθεσης του Donovan “First There Is A Mountain”. Έτσι πέτυχαν να χτίσουν μια αισθητική και συναισθηματική γέφυρα με το λαμπρό παρελθόν, μιας και το παίξιμο του Duane κυριαρχεί στις ζωντανές αυτές ηχογραφήσεις, το δίχως άλλο. Η «γέφυρα» καλύπτει και τρεις studio ηχογραφήσεις του δίσκου, το Heavy Rock του Gregg “Stand Back”, όπου το slide solo του Duane αποτελεί και τον βασικό πλούτο του τραγουδιού αυτού. Το instrumental “Little Martha” γραμμένο από τον Duane και εκτελεσμένο από τον Betts σε ακουστικές και οι δύο κιθάρες, αλλά και το θαυμάσιο “Blue Sky”, όπου η κιθάρα του Betts πάνω σε απλές αρμονικές κλίμακες, γοητεύει με τη διαύγεια και τη λεπτότητα της. Τα τρία υπόλοιπα τραγούδια του “Eat A Peach” που είναι ηχογραφημένα χωρίς τον Duane, καλύπτουν την πρώτη πλευρά του βινυλίου. Η απουσία του Duane γίνεται ιδιαιτέρα αισθητή στο δυναμικό “Ain’t Wastin’ Time No More” που ανοίγει το LP, ο Gregg που το έχει γράψει καλύπτει κάπως το κενό με μια από τις καλύτερες ερμηνείες του και το πάντοτε σωστό και πλούσιο παίξιμο του στο πιάνο και το όργανο, που μέχρι τότε έπαιζε συνοδευτικό ρόλο. Τώρα, αναγκαστικά ανεβαίνει σε πρώτο πλάνο, αλλά η φινέτσα του ήχου του αδικοχαμένου Duane δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί με τίποτα. Τα ίδια συμπτώματα παρατηρούνται και στην οργανική σύνθεση του Betts “Les Brers In A Minor”, άτονη εισαγωγή αλλά ευτυχώς ακολουθείται από ένα πολύ όμορφο και σβέλτο κιθαριστικό κυρίως θέμα, ο Betts είναι εξαιρετικός κιθαρίστας-σολίστας, όχι όμως του επίπεδου του Duane, το τραγούδι είναι αρκετά πειστικό μελωδικού θέματος. Το πιο αυτοτελές τραγούδι είναι το λυρικό “Melissa”, μια μελωδική αισθηματική σύνθεση του Gregg που προβάλει μια καινούργια πλευρά της προσωπικότητας του και χαρίζει ένα άλλο, διαφορετικό κλίμα στο album. Ως σύνολο το “Eat A Peach” παρουσιάζει το σχήμα να θέλει να κάνει ένα δημιουργικό βήμα προς τα εμπρός, ενώ και τα τύμπανα, μπάσο, κρουστά λειτουργούν στην εντέλεια.
 
BROTHERS ΑND SISTERS (August 1973)
LINE-UP: Gregg Allman – Vocals/ Organ, Richard Betts – Vocals/ Guitar, Chuck Leavell – Piano, Lamar Williams – Bass, Jai Johanny Johanson & Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Wasted Words”, “Ramblin' Man”, “Come And Go Blues”, “Jelly Jelly”.
SIDE II: “Southbound”, “Jessica”, “Pony Boy”.
Στο ίδιο ακριβώς επίπεδο τους βρίσκουμε ένα χρόνο και ένα θάνατο αργότερα. Το “Brothers And Sisters”, αφιερωμένο στον Berry Oakley, όπως το “Eat A Peach” ήταν αφιερωμένο στον Duane Allman. Το νέο LP είναι ένα γερό, υπέρ-δυναμικό, γεμάτο Blues, Country Rock και ευφάνταστο Jazz, δεν θα βρούμε όμως εκείνα τα συναρπαστικά τραγούδια που εμπλούτιζαν το “Idlewild South” και το live “At Fillmore East”. Το τραγούδι “Come And Go Blues” είναι γραμμένο με απόλυτη συνέπεια προς το πνεύμα του Blues, αλλά ο Gregg δείχνει κάπως εξαντλημένος σαν συνθέτης και κουρασμένος ως ερμηνευτής. Το “Wasted Words” που ανοίγει το βινύλιο, είναι το ίσως μόνον τραγούδι που έχει να παρουσιάσει δείγματα από την παλιά προσωπικότητα του group, χωρίς και πάλι ν’ αγγίζει το επίπεδο των παλιών κορυφαίων δημιουργιών των Allman Bros. Αντίθετα οι συνθέσεις του Betts, που ήταν πλέον η κινητήρια δύναμη του group, ξεπέρνα το εαυτό του στη θαυμάσια οργανική φαντασίας “Jessica”, συλλαμβάνοντας ένα ευέλικτο μελωδικό θέμα και ένα δυναμικό, ανεξάντλητο jam πολύ ανώτερο από τις προηγούμενες προσπάθειες του. Οι Allman Brothers Band, συμπληρωμένοι από τον Lamar Williams (μπάσο), τον Chuck Leavell (πιάνο) και σε δύο τραγούδια ο κιθαρίστας Les Dudek (“Ramblin' Man” και “Jessica”). Το σχήμα παρουσιάζει ένα ηχητικό ταπέτο πλουσιότερο από κάθε άλλη φορά και μερικά τραγούδια είναι πραγματικά άψογα, όπως το Blues Rock “Southbound” και το “Wasted Worlds”. Αλλά κυρίως το “Jessica”, όπου οι Betts, Leavell και Gregg Allman εναλλάσσονται σαν σολίστες πάνω σε μια ακατανίκητη rhythm section. Όμως υπάρχουν δυστυχώς και κάποιες μετριότητες (σημάδια της επερχόμενης παρακμής), κυρίως από μεριά του Betts, που είναι πιο πολύ επηρεασμένος από την Country μουσική περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όπως στα “Ramblin' Man” και “Pony Boy”. Αν και θα έπρεπε να ήταν περισσότερο επηρεασμένος προς το παραδοσιακό Αμερικάνικο Southern Rock, όπως ήταν στα προηγούμενα albums. Οπότε δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ο Betts, κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα το 1974, ένα καθαρά παραδοσιακό ακουστικό Country album το “Highway Call”.
 
WIN, LOSE ΟR DRAW (August 1975)
LINE-UP: Gregg Allman – Vocals/ Organ, Richard Betts – Vocals/ Guitar, Chuck Leavell – Piano, Lamar Williams – Bass, Jai Johanny Johanson & Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Can't Lose What You Never Had”, “Just Another Love Song”, “Nevertheless”, “Win, Lose Or Draw”, “Louisiana Lou And Three Card Monty John”.
SIDE II: “High Falls”, “Sweet Mama”.
Με πολλές και επικίνδυνες ανακυκλώσεις το studio album “Win, Lose Or Draw”, το πιο επιτυχημένο εμπορικά album, είναι όμως και πλέον απρόσωπο αισθητικά LP των Allman Bros. Αναλίσκεται με μερικές κόπιες παλιών καλών στιγμών και δύο-τρεις Country συνθέσεις του Betts, σαν τα “Just Another Love Song” και “Louisiana Lou And Three Card Monty John”. Ο Betts που μετά την ανάληψη του μεγαλύτερου μέρους από το συνθετικό και οργανικό βάρος του group, δείχνει να έχει χάσει τη δημιουργικότητα του, θυμάται ότι οι Allman Bros είναι ένα group του Southern Rock μόνον στην 14-λεπτη instrumental σύνθεση του “High Falls”. Όμως αυτή η ασύγκριτη αυτοσχεδιαστική εφευρετικότητα του παρελθόντος, δεν υπάρχει πάει έχει χαθεί, αυτό το μοναδικό συναίσθημα που συνόδευε τα προηγούμενα βινύλια, σε κάθε ηχητική απόχρωση των Allman Brothers Band. Το “High Falls” ξεπερνά γρήγορα το κάπως συγκρατημένο αρχικό θέμα, για να μεταβληθεί σε μια ατελείωτη αυτό επίδειξη της τεχνικής του Betts στα Country solo. Το rhythm section του group τώρα, ηχεί σωστά αλλά κάπως διστακτικά και δεν βοηθά και τόσο πολύ τα τραγούδια του LP. Ο Gregg προσπαθεί ν’ αναβιώσει το πνεύμα των παλιών καλών ημερών, με το Heavy Rock τραγούδι “Nevertheless” και κατορθώνει κάπως να ξεσκεπάσει το συνθετικό αδιέξοδο που έχει τότε σαν μουσικός, αλλά και ο Betts που προσπαθεί να παίξει το άδικο ρόλο του Duane. Κάποια κούραση φανερώνει και το κάπως νωχελικό “Win, Lose Or Draw”, μια συμπαθητική κατά τα άλλα απόπειρα του Gregg να πιάσει και πάλι το κλίμα του σύγχρονου Blues Rock. Είναι και το καλύτερο τραγούδι του βινυλίου και ακολουθείται από κοντά από το σκληρό Heavy Blues “Can’t Lose What You Never Had”, σύνθεση του Muddy Waters (που είχε γράψει και το “Trouble No More”). Το εκτελούν μ’ ένταση αλλά δυστυχώς το συνηθισμένο νεύρο που είχαν παλαιότερα δεν υπάρχει πια, έτσι κυλά στο σύνολο του αυτό το βινύλιο, κάπως διστακτικά, συγκρατημένα και συντηρητικά. Έτσι μοιραία, το έτος 1975 σηματοδότησε το τέλος για τη ζωή των Allman Brothers, αυτή ήταν η τελευταία τους συνάντηση σε studio album (πριν την πρώτη τους διάλυση), ποτέ όμως στην μετέπειτα μουσική τους πορεία, δεν θα έχουν ξανά τη φλόγα των πρώτων καλών γνήσιων και σκληρών ημερών.
 
WIPE ΤHE WINDOWS, CHECK ΤHE OIL, DOLLAR GAS (November 1976)
LINE-UP: Gregg Allman – Vocals/ Organ, Richard Betts – Vocals/ Guitar, Chuck Leavell – Piano, Lamar Williams – Bass, Jai Johanny Johanson & Butch Trucks – Drums.
SIDE I: “Wasted Words”, “Southbound”, “Ramblin’ Man”.
SIDE II: “In Memory Of Elizabeth Reed”.
SIDE III: “Ain’t Wastin’ Time No More”, “Come And Go Blues”, “Can't Lose What You Never Had”.
SIDE IV: “Don't Want You No More”, “It's Not My Cross To Bear”, “Jessica”. 
Στα τέλη περίπου του 1976 κυκλοφόρησε, ένα live album τελείως περιττό (για την ιστορία του group), αυτό το καινούργιο διπλό βινυλιο, ήταν ένα μεταθανάτιο LP που επισφράγισε το τέλος του ίδιου του συγκροτήματος αυτή τη φορά. Το μόνον ζωντανό πράγμα στο “Wipe Τhe Windows, Check Τhe Oil, Dollar Gas”… είναι οι «φρέσκιες» εκτελέσεις πέντε τραγουδιών από το album “Brothers And Sisters”.
Τα “Wasted Words”, “Ramblin' Man”, “Come And Go Blues”, “Southbound” έχουν όλα τους ένα γερό κιθαριστικό solo από τον Betts και το “Jessica” με τη συνηθισμένη του ταχύτητα. Το “Ain’t Wastin’ Time No More” από το LP “Eat A Peach” και το “Can’t Lose What You Never Had” από το βινύλιο “Win, Lose Or Draw”, υστερούν μπροστά στη δύναμη των studio εκτελέσεων (και φταίει σ’ αυτό κάπως και ο Gregg Allman, που επιδίδεται σε μια ερμηνευτική κάπως παρωδία του εαυτού του), ανάλογη με τις παλιές φωνητικές του επιδόσεις, στο πρώτο LP των Allman Bros. Από το πρώτο τους βινύλιο θυμήθηκαν και εκτέλεσαν δύο τραγούδια τα “Don’t Want You No More” και “It’s Not My Cross To Bear”, που ηχούν σαν μια απλή επαγγελματική ρουτίνα για το group και δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με την αποδυναμωμένη εκτέλεση του “In Memory Of Elisabeth Reed”, στερημένου από την παλιά αυτοσχεδιαστική ζωντάνια του αδικοχαμένου Duane Allman. Είναι θλιβερό να παρακολουθείς τους Allman Brothers Band ν’ ακολουθούν στερεότυπες φόρμουλες, ευτυχώς που το κατάλαβαν και μόνοι τους κάποια στιγμή.
 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάτι ακόμη, πριν κλείσει αυτό το άρθρο. Πολλοί προσδίδουν στο θάνατο, τόσο του Duane Allman όσο και του Berry Oakley, πολιτική χροιά και το χαρακτηρίζουν σαν αποτελέσματα προσχεδιασμένου δολοφονικού σχεδίου των υπόγειων πρακτόρων της συμπολίτευσης. Όπως είναι γνωστό, οι Allman Brothers Band όπως άλλωστε και τα περισσότερα συγκροτήματα του Νότιου Rock, όπως και οι Lynyrd Skynyrd, τάχθηκαν απροκάλυπτα με το μέρος των πολιτικών αντιπάλων των κυβερνήσεων Nixon και Ford, βοηθώντας αποτελεσματικά τον Carter στην προεκλογική του εκστρατεία. Όμως, μια τέτοια εικασία είναι μάλλον αδόκιμη, αυθαίρετη και αβάσιμη.
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.